- παρήχηση
- Επανάληψη ενός ήχου ή μιας ομάδας ήχων (από σύμφωνα ή φωνήεντα) σε γειτονικές συλλαβές ή λέξεις. Η π. χρησιμοποιείται συνήθως για να κάνει εκφραστικότερο τον λογοτεχνικό τρόπο έκφρασης ή ακόμα προς διάκριση των ποιητικών στίχων από τον πεζό λόγο. Συναντάται από τα αρχαία ακόμα κείμενα (π.χ. στον Οιδίποδα τύραννο, υπάρχει ο στίχος: «τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα», όπου γίνεται π. του τ) και στη χριστιανική φιλολογία («και την ποθεινήν πατρίδα παράσχου μοι παραδείσου πάλιν ποιών πολίτην με», π. του π). Το μετρικό αυτό φαινόμενο είναι κοινό σε όλη την αρχαία γερμανική ποίηση· στην αγγλοσαξονική, για παράδειγμα, μπροστά από τα δύο τονισμένα φωνήεντα και του πρώτου και του δεύτερου μέρους του στίχου επαναλαμβάνεται το ίδιο σύμφωνο ή η ίδια ομάδα συμφώνων. Στην ελληνική ποίηση χρησιμοποιείται ως ακουστικό κόσμημα του στίχου, όπως στο στίχο του Μ. Μαλακάση, όπου υπάρχει παρήχηση του λ., «χίλιων πουλιών οχλαλοή».
* * *η / παρήχησις -ήσεως, ΝΑ [παρηχούμαι]1. (γρομμ.) η επανάληψη, η διαδοχή τού ίδιου φθόγγου σε συνεχόμενες συλλαβές ή λέξεις στον γραπτό ή στον προφορικό λόγο («τυφλὸς τὰ τ' ᾦτα τόν τε νοῡν τὰ τ' ὄμματ' εἶ», Σοφ.)2. (ως σχήμα λόγου) παράθεση ομόηχων λέξεων τής μιας κοντά στην άλλη, που αρχικά εξέφραζε την ψυχολογική κατάσταση τού ομιλητή, αργότερα όμως αποτέλεσε απλώς μία επινόηση για τη δημιουργία ακουστικών εντυπώσεων.
Dictionary of Greek. 2013.